ὑφορμῶσα

ὑφορμῶσα
ὑφορμάω
to be in motion under
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υφορμώ — (I) άω, Α 1. (κυριολ. και μτφ.) κινούμαι βίαια κάτω από κάτι («ἀμφιβολία τις ὑφορμῶσα τῇ διανοίᾳ», Αδάμ.) 2. (μέσ. και παθ.) ὑφορμῶμαι, άομαι επιτίθεμαι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀρμῶ (Ι) «κινούμαι βίαια προς τα εμπρός, χυμώ, επιτίθεμαι»].… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”